γειτόνεμα

γειτόνεμα
τό
1) соседство, нахождение по соседству; 2) соседи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γειτόνεμα" в других словарях:

  • γειτόνεμα — το (AM γειτόνευμα και γειτόνημα) [γειτονώ] 1. η γειτνίαση, το να κατοικεί ή να βρίσκεται κάποιος κοντά σε κάποιον άλλον 2. οι γείτονες (φρ., «κακό το γειτόνεμα, πούλα το σπίτι σου») …   Dictionary of Greek

  • γειτόνεμα — το το να είναι κανείς γείτονας με κάποιον: Το γειτόνεμά τους οδήγησε σε πολλούς καβγάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γειτνίαση — η (AM γειτνίασις) [γειτνιώ] 1. το γειτόνεμα, το να είναι κάτι κοντά με κάτι άλλο 2. γειτονιά, περιοχή 3. η ομοιότητα …   Dictionary of Greek

  • γειτονιά — η (AM γειτονία) [γείτων] η κοντινή περιοχή γύρω από το σπίτι ή τον τόπο εργασίας κάποιου μσν. νεοελλ. περιοχή, συνοικία πόλης νεοελλ. 1. γειτνίαση, γειτόνεμα 2. οι γείτονες …   Dictionary of Greek

  • γειτόνημα — το (AM) βλ. γειτόνεμα …   Dictionary of Greek

  • γειτνίαση — η το γειτόνεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»